κακομιλώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κακομιλώ < μεσαιωνική ελληνική *κακομιλῶ (δείτε κακομίλητος). Αναλύεται κακο- + μιλώ [1]

Ρήμα[επεξεργασία]

κακομιλώ

  1. μιλώ απότομα και σκληρά
  2. δεν μιλώ σωστά μία γλώσσα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]