κακοπαντρεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κακοπαντρεύω < μεσαιωνική ελληνική κακοπαντρεύω < κακο- + παντρεύω
Ρήμα
[επεξεργασία]κακοπαντρεύω (παθητική φωνή: κακοπαντρεύομαι)
- παντρεύω το παιδί μου κάνοντας αποτυχημένη επιλογή συζύγου
- κακοπάντρεψαν την κόρη τους με έναν αλήτη χαρτοπαίκτη
Συγγενικά
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κακοπαντρεύω
|