καλημερίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καλημερίζομαι < καλημερίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

καλημερίζομαι

  • (μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων) εύχομαι καλημέρα στον άλλο και δέχομαι τις ευχές του

Μεταφράσεις[επεξεργασία]