καλονυκτώνει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]καλονυκτώνει (απρόσωπο) , πρτ.: καλονύκτωνε, στ.μέλλ.: θα καλονυκτώσει, αόρ.: καλονύκτωσε
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καλονυκτώνει
→ δείτε τη λέξη καλονυχτώνει |