καλυφθείς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
καλυφθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καλύπτομαι
- θα καλυφθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καλύπτομαι