καλωσόρισες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
καλωσόρισες
- β' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος καλωσορίζω