Μετάβαση στο περιεχόμενο

καμωθεί

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

καμωθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος καμώνομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καμώνομαι
  3. θα καμωθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καμώνομαι