κανονιοβολήσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

κανονιοβολήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κανονιοβολώ
  2. θα κανονιοβολήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κανονιοβολώ