κανονιοβολώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κανονιοβολώ < κανόνι + -ο- + -βολώ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ρήμα[επεξεργασία]

κανονιοβολώ

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]