καουμπόι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καουμπόι αρσενικό άκλιτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]