κασπώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κασπώ < γαλλική cache-pot

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κασπώ ουδέτερο άκλιτο και κασπό

  • δοχείο χωρίς τρύπες, πήλινο ή πλαστικό αλλά και σπάνια από άλλο υλικό, μέσα στο οποίο βάζουμε γλάστρα με φυτό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]