κασσιτερώσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

κασσιτερώσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κασσιτερώνω
  2. θα κασσιτερώσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κασσιτερώνω