κατέφερες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

κατέφερες

  1. β' ενικό οριστικής παρατατικού του ρήματος καταφέρω
  2. β' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος καταφέρω