καταγοητεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
καταγοητεύω
- γοητεύω, ιδιαιτέρως, πλήρως, εντελώς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταγοητεύω
|
καταγοητεύω
|