καταγραφείς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
καταγραφείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταγράφομαι
- θα καταγραφείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταγράφομαι