κατανοούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
κατανοούμαι
- παθητική φωνή του ρήματος κατανοώ
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατανοούμαι | κατανοούμουν | θα κατανοούμαι | να κατανοούμαι | ||
β' ενικ. | κατανοείσαι | κατανοούσουν | θα κατανοείσαι | να κατανοείσαι | ||
γ' ενικ. | κατανοείται | κατανοούνταν | θα κατανοείται | να κατανοείται | ||
α' πληθ. | κατανοούμαστε | κατανοούμασταν κατανοούμαστε |
θα κατανοούμαστε | να κατανοούμαστε | ||
β' πληθ. | κατανοείστε | κατανοούσασταν κατανοούσαστε |
θα κατανοείστε | να κατανοείστε | κατανοείστε | |
γ' πληθ. | κατανοούνται | κατανοούνταν | θα κατανοούνται | να κατανοούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατανοήθηκα | θα κατανοηθώ | να κατανοηθώ | κατανοηθεί | ||
β' ενικ. | κατανοήθηκες | θα κατανοηθείς | να κατανοηθείς | κατανοήσου | ||
γ' ενικ. | κατανοήθηκε | θα κατανοηθεί | να κατανοηθεί | |||
α' πληθ. | κατανοηθήκαμε | θα κατανοηθούμε | να κατανοηθούμε | |||
β' πληθ. | κατανοηθήκατε | θα κατανοηθείτε | να κατανοηθείτε | κατανοηθείτε | ||
γ' πληθ. | κατανοήθηκαν κατανοηθήκαν(ε) |
θα κατανοηθούν(ε) | να κατανοηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κατανοηθεί | είχα κατανοηθεί | θα έχω κατανοηθεί | να έχω κατανοηθεί | κατανοημένος | |
β' ενικ. | έχεις κατανοηθεί | είχες κατανοηθεί | θα έχεις κατανοηθεί | να έχεις κατανοηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κατανοηθεί | είχε κατανοηθεί | θα έχει κατανοηθεί | να έχει κατανοηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κατανοηθεί | είχαμε κατανοηθεί | θα έχουμε κατανοηθεί | να έχουμε κατανοηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κατανοηθεί | είχατε κατανοηθεί | θα έχετε κατανοηθεί | να έχετε κατανοηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κατανοηθεί | είχαν κατανοηθεί | θα έχουν κατανοηθεί | να έχουν κατανοηθεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατανοούμαι
|