καταρρακώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταρρακώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος καταρρακώνω
Ρήμα[επεξεργασία]
καταρρακώνομαι
- γίνομαι ψυχικό ή ηθικό ράκος, κουρελιάζομαι ψυχικά ή ηθικά
- εξουθενώνομαι ψυχικά ή ηθικά
- υποβάλλομαι σε ψυχικό εξευτελισμό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταρρακώνομαι
|