καταρρακώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταρρακώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος καταρρακώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

καταρρακώνομαι

  1. γίνομαι ψυχικό ή ηθικό ράκος, κουρελιάζομαι ψυχικά ή ηθικά
  2. εξουθενώνομαι ψυχικά ή ηθικά
  3. υποβάλλομαι σε ψυχικό εξευτελισμό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]