καταρτίζει
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
καταρτίζει
- γ' ενικό οριστικής ενεστώτα του ρήματος καταρτίζω
- να καταρτίζει: γ' ενικό υποτακτικής ενεστώτα του ρήματος καταρτίζω
- θα καταρτίζει: γ' ενικό οριστικής συνοπτικού μέλλοντα του ρήματος καταρτίζω