κατασκοτωθώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

κατασκοτωθώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατασκοτώνομαι
  2. θα κατασκοτωθώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατασκοτώνομαι