κατασκοτώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατασκοτώνομαι < κατασκοτώνω
Ρήμα[επεξεργασία]
κατασκοτώνομαι
- χτυπώ σε πολλά σημεία
- έπεσε με το ποδήλατο και κατασκοτώθηκε
- κουράζομαι υπερβολικά, καταπονούμαι
- κατασκοτώθηκε στο χορό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατασκοτώνομαι
|