καταστατικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταστατικώς < καταστατικός + -ώς
Επίρρημα[επεξεργασία]
καταστατικώς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταστατικώς
|
καταστατικώς
|