κατασφαγιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κατασφαγιάζω < μεσαιωνική ελληνική κατασφαγιάζω < κατά + σφαγιάζω

κατασφαγιάζω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]