κατατοκίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατατοκίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
κατατοκίζω
- κάνω κάποιον φτωχό παίρνοντας από αυτόν μεγάλους τόκους