κατευθυνθεί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]κατευθυνθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κατευθύνομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατευθύνομαι
- θα κατευθυνθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατευθύνομαι