Μετάβαση στο περιεχόμενο

κελάρη

Από Βικιλεξικό

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

κελάρη

  1. κελάρης, στη γενική του ενικού
  2. κελάρης, στην αιτιατική του ενικού
  3. κελάρης, στην κλητική του ενικού