κερδίσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

κερδίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κερδίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κερδίζω
  3. θα κερδίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κερδίζω