κερδίσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

κερδίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κερδίζω
  2. θα κερδίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κερδίζω