κινητήρας μπόξερ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
κινητήρας μπόξερ αρσενικό
- (μηχανολογία): κινητήρας που φέρει δύο σειρές κυλίνδρων σε αντιτακτή διάταξη εκατέρωθεν του στροφαλοφόρου άξονα.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κινητήρας μπόξερ
|