κιουρί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κιουρί < (ονομασία των επιστημόνων) Κιουρί (Πιερ Κιουρί και Μαρία Κιουρί) < Curie
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κιουρί ουδέτερο άκλιτο
- (φυσική) μονάδα μέτρησης της ραδιενέργειας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κιουρί
|