κιτρινίσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

κιτρινίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κιτρινίζω
  2. θα κιτρινίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κιτρινίζω