κλάδεψα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

κλάδεψα

  • α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος κλαδεύω