κληρώσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
κληρώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κληρώνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κληρώνω
- θα κληρώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κληρώνω