κλοφέν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλοφέν < αγγλική clophen (polychlorinated biphenyl)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κλοφέν ουδέτερο άκλιτο

  • πολυχλωριωμένο διφαινύλιο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]