κοινωνήσουν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

κοινωνήσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κοινωνώ
  2. θα κοινωνήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κοινωνώ