κοντρολάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Πρόκειται για μεταφορά του ιταλικού controllare < controllo
Ρήμα
[επεξεργασία]κοντρολάρω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοντρολάρω
|