κοσεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

κοσεύω

  1. τρέχω
  2. κάνω μία σύντομη δουλειά

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • ο Άρης κοσεύει να φτάσει στον τερματισμό : τρέχει για να φτάσει τον τερματισμό
  • κόσεψε να μου φέρεις λίγη μέντα : πήγαινε να μου φέρεις λίγη μέντα

Συγγενικά[επεξεργασία]