κοσεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
κοσεύω
- τρέχω
- κάνω μία σύντομη δουλειά
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ο Άρης κοσεύει να φτάσει στον τερματισμό : τρέχει για να φτάσει τον τερματισμό
- κόσεψε να μου φέρεις λίγη μέντα : πήγαινε να μου φέρεις λίγη μέντα