κοττάβιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοττάβιον, υποκοριστικό του κότταβος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοττάβιον ουδέτερο
- (θηλαστικό ζώο) το κουτάβι, το σκυλάκι