κουπεπέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουπεπέ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουπεπέ ουδέτερο άκλιτο
- η τραγουδιστή εκφορά της λέξης ενώ ταυτόχρονα κινούμε, στριφογυριστά, τις παλάμες και των δύο χεριών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουπεπέ
|