κουτεπιέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ku.teˈpçe/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κουτεπιέ ουδέτερο άκλιτο