κουτσοκαταφέρνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
κουτσοκαταφέρνω
- (λαϊκότροπο) (οικείο) δύσκολα καταφέρνω να ζήσω ή να ανταποκριθώ στις υποχρεώσεις μου