κρασπεδώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]κρασπεδώνω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- κρασπέδωση
- → δείτε τη λέξη κράσπεδο
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κρασπεδώνω | κρασπέδωνα | θα κρασπεδώνω | να κρασπεδώνω | κρασπεδώνοντας | |
β' ενικ. | κρασπεδώνεις | κρασπέδωνες | θα κρασπεδώνεις | να κρασπεδώνεις | κρασπέδωνε | |
γ' ενικ. | κρασπεδώνει | κρασπέδωνε | θα κρασπεδώνει | να κρασπεδώνει | ||
α' πληθ. | κρασπεδώνουμε | κρασπεδώναμε | θα κρασπεδώνουμε | να κρασπεδώνουμε | ||
β' πληθ. | κρασπεδώνετε | κρασπεδώνατε | θα κρασπεδώνετε | να κρασπεδώνετε | κρασπεδώνετε | |
γ' πληθ. | κρασπεδώνουν(ε) | κρασπέδωναν κρασπεδώναν(ε) |
θα κρασπεδώνουν(ε) | να κρασπεδώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κρασπέδωσα | θα κρασπεδώσω | να κρασπεδώσω | κρασπεδώσει | ||
β' ενικ. | κρασπέδωσες | θα κρασπεδώσεις | να κρασπεδώσεις | κρασπέδωσε | ||
γ' ενικ. | κρασπέδωσε | θα κρασπεδώσει | να κρασπεδώσει | |||
α' πληθ. | κρασπεδώσαμε | θα κρασπεδώσουμε | να κρασπεδώσουμε | |||
β' πληθ. | κρασπεδώσατε | θα κρασπεδώσετε | να κρασπεδώσετε | κρασπεδώστε | ||
γ' πληθ. | κρασπέδωσαν κρασπεδώσαν(ε) |
θα κρασπεδώσουν(ε) | να κρασπεδώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κρασπεδώσει | είχα κρασπεδώσει | θα έχω κρασπεδώσει | να έχω κρασπεδώσει | ||
β' ενικ. | έχεις κρασπεδώσει | είχες κρασπεδώσει | θα έχεις κρασπεδώσει | να έχεις κρασπεδώσει | ||
γ' ενικ. | έχει κρασπεδώσει | είχε κρασπεδώσει | θα έχει κρασπεδώσει | να έχει κρασπεδώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κρασπεδώσει | είχαμε κρασπεδώσει | θα έχουμε κρασπεδώσει | να έχουμε κρασπεδώσει | ||
β' πληθ. | έχετε κρασπεδώσει | είχατε κρασπεδώσει | θα έχετε κρασπεδώσει | να έχετε κρασπεδώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κρασπεδώσει | είχαν κρασπεδώσει | θα έχουν κρασπεδώσει | να έχουν κρασπεδώσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κρασπεδώνω
|