κρασπέδωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κρασπέδωση | οι | κρασπεδώσεις |
γενική | της | κρασπέδωσης* | των | κρασπεδώσεων |
αιτιατική | την | κρασπέδωση | τις | κρασπεδώσεις |
κλητική | κρασπέδωση | κρασπεδώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κρασπεδώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κρασπέδωση < κρασπεδώνω + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κρασπέδωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κρασπεδώνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κρασπέδωση
|