κρασπεδώσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

κρασπεδώσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κρασπεδώνω
  2. θα κρασπεδώσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κρασπεδώνω