κροκιδωτικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κροκιδωτικό < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κροκιδωτικό ουδέτερο

  • χημικό που σε διάλυμα έχει σαν αποτέλεσμα τη συνένωση ξένων σωματιδίων, ώστε να αφαιρούνται ευκολότερα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]