κροκιδωτικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κροκιδωτικό < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κροκιδωτικό ουδέτερο
- χημικό που σε διάλυμα έχει σαν αποτέλεσμα τη συνένωση ξένων σωματιδίων, ώστε να αφαιρούνται ευκολότερα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κροκιδωτικό