κρυφογελώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρυφογελώ < κρυφ(ο)- + γελώ

Ρήμα[επεξεργασία]

κρυφογελώ

  • γελώ χωρίς να με αντιληφθούν οι άλλοι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]