κυκλοφορήσουμε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
κυκλοφορήσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κυκλοφορώ
- θα κυκλοφορήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κυκλοφορώ