κωδικοποιήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

κωδικοποιήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κωδικοποιώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κωδικοποιώ
  3. θα κωδικοποιήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κωδικοποιώ