κύριο κλειδί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
κύριο κλειδί
- (βάσεις δεδομένων) βλ. συνώνυμο πρωτεύον κλειδί. Συνηθίζεται να χρησιμοποιείται ο όρος «πρωτεύον κλειδί»
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Υπερώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κύριο κλειδί