κᾶλον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κᾶλον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *keh₂w-

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κᾶλον ουδέτερο