λέχθηκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

λέχθηκα

  • α' πρόσωπο ενικού στην οριστική παθητικού αορίστου του ρήματος λέω

Πηγές[επεξεργασία]